ετερόκλητος

Revision as of 08:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑτερόκλητον, τὸ)
νεοελλ.
1. (για όμιλο ανθρώπων) αυτός που αποτελείται από πρόσωπα διαφορετικής προέλευσης, από άτομα ανόμοια μεταξύ τους κατά την κοινωνική τάξη, την εμφάνιση κ.λπ. («ετερόκλητο πλήθος»)
2. (για πράγματα) ανομοιογενής («ετερόκλητη επίπλωση»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόκλητον
η προσωνυμία, η πρόσθετη ονομασία κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + κλητός (< καλώ), πρβλ. μετα-κλητός.