εχιδνισμός
Greek Monolingual
ο
δηλητηρίαση από δάγκωμα οχιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα. Αναλογικός σχηματισμός προς τα ρηματ. παρ. σε -ισμός τών ρ. σε -ίζω (πρβλ. οπλίζω > οπλισμός].
ο
δηλητηρίαση από δάγκωμα οχιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα. Αναλογικός σχηματισμός προς τα ρηματ. παρ. σε -ισμός τών ρ. σε -ίζω (πρβλ. οπλίζω > οπλισμός].