ζῳοστάσιον

Revision as of 09:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

[ᾰ], τό, (ἵστημι) A stall or stable, Eust.531.17 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1144] τό, Thierstand, Stall, Eust. 531, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳοστάσιον: τό, (ἵστημι) σταθμὸς ζῴων, σταῦλος, Εὐστ. 531. 17.

Greek Monolingual

ζωοστάσιον, τὸ (Μ)
τόπος όπου μένουν τα ζώα, σταθμός ζώων, στάβλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -στάσιον (-στατός < ίστημι), πρβλ. βου-στάσιον, χοιρο-στάσιον].