Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζωοστάσιον

From LSJ

Greek Monolingual

ζωοστάσιον, τὸ (Μ)
τόπος όπου μένουν τα ζώα, σταθμός ζώων, στάβλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -στάσιον (-στατός < ίστημι), πρβλ. βουστάσιον, χοιροστάσιον].