θεσμολογώ

Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

θεσμολογῶ, -έω (Μ)
απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -λογώ (< λόγος), πρβλ. ασματο-λογώ, δευτερο-λογώ, πιθανό- λογώ].