Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-ές (Α ἰοβαφής, -ές)αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ο ιόχρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο-βαφής, χρυσο-βαφής]·