ἱματίδιον, τὸ (Α)μικρό ιμάτιο, ρουχαλάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γον-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].