ἱματίδιον
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
[ῑδ], τό, Dim. of ἱμάτιον, Id.Pl.985, Lys.Fr.316S., BGU1103.12 (i B.C.); by crasis with the Art., θαἰματίδια Ar.Lys.401.
German (Pape)
[Seite 1252] τό, dasselbe; Ar. Plut. 985; Poll. 7, 42 aus Lys. – Mit dem Artikel θαἰματίδια Ar. Lys. 401.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de ἱμάτιον.
Russian (Dvoretsky)
ἱμᾰτίδιον: (ῑμ, τῐ) τό одежонка, платьице Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμᾰτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱμάτιον, Ἀριστοφ. Πλ. 985, Λυσίας παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 42· κατὰ κρᾶσιν μετὰ τοῦ ἄρθρου, θαἰματίδια Ἀριστοφ. Λυσ. 401. -ῑδιον Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ..
Greek Monolingual
ἱματίδιον, τὸ (Α)
μικρό ιμάτιο, ρουχαλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γονίδιον, χοιρίδιον)].
Greek Monotonic
ἱμᾰτίδιον: [τῑ], τό, υποκορ. του ἱμάτιον, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἱμᾰτ¯ίδιον, ου, τό, [Dim. of ἱμάτιον, Ar.]