ἱερακοπόδιον, τὸ (Α)το φυτό λυχνίς η αγρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -πόδιον < πους, ποδός (πρβλ. γυμνο-πόδιον, κλινο-πόδιον)].