ιδιόρρυθμος

Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιόρρυθμος, -ον)
αυτός που έχει ιδιαίτερο τρόπο ζωής
νεοελλ.
ιδιότροπος, αλλιώτικος, παράξενος
νεοελλ.
μσν.
φρ. «ιδιόρρυθμα μοναστήρια» — τα μοναστήρια στα οποία οι μοναχοί επιτρέπεται να έχουν ατομική περιουσία και να τρώνε μόνοι στα κελλιά τους.
επίρρ...
ιδιορρύθμως και ιδιόρρυθμα (Μ ἰδιορρύθμως)
με ξεχωριστό, με ιδιαίτερο τρόπο ζωής
νεοελλ.
παράξενα, ιδιότροπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -ρρυθμος (< ρυθμός), πρβλ. έκ-ρυθμος. ταχύ-ρρυθμος].