ιμαντίδιον

Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἱμαντίδιον, τὸ (Α)
μικρός ιμάντας, λουράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γον-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].