ἱμαντίδιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of ἱμάς, EM 671.8.
German (Pape)
[Seite 1252] τό, dim. von ἱμάς, E. M. 671, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱμάς, Ἐτυμ. Μ. 671. 8.
Greek Monolingual
ἱμαντίδιον, τὸ (Α)
μικρός ιμάντας, λουράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γονίδιον, χοιρίδιον)].