ηναυτ.μέτρο μήκους που χρησιμοποιείται από εργάτες ναυπηγείων («κάνα λονδρέζικη» — ένα αγγλικό πόδι«κάνα μαλτέζικη» — επτά αγγλικά πόδια).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. canne < λατ. canna «καλάμι» < αρχ. ελλ. κάννα «καλάμι»].