ἰόγληνος, -ήνη, -ον (Α)αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -γληνος (< γλήνη «κόρη του ματιού»), πρβλ. μελί-γληνος, πολύ-γληνος].