καθαρόγλωσσος

Revision as of 10:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που μιλά ευδιάκριτα, αυτός που έχει καθαρή και ακριβή προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ-γλωσσος, ξενό-γλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].