καθαρόγλωσσος
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που μιλά ευδιάκριτα, αυτός που έχει καθαρή και ακριβή προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύγλωσσος, ξενόγλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].