κανήτιον

Revision as of 13:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

τό, A = κανίσκιον, Poll.6.86.

German (Pape)

[Seite 1320] τό, dim. zum Vor., Poll. 6, 86. 10, 90.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνήτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κάνεον, «τὸ δὲ νῦν κανίσκιον κανήτιον ἐκάλουν» Πολυδ. Ϛ΄, 86.

Greek Monolingual

κανήτιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κάνεον) κανίσκι, καλάθι, πανέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνης, κάνητ-ος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. καλάθ-ιον, μαχαίρ-ιον)].