κανήτιον
English (LSJ)
τό, A = κανίσκιον, Poll.6.86.
German (Pape)
[Seite 1320] τό, dim. zum Vor., Poll. 6, 86. 10, 90.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνήτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κάνεον, «τὸ δὲ νῦν κανίσκιον κανήτιον ἐκάλουν» Πολυδ. Ϛ΄, 86.
Greek Monolingual
κανήτιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κάνεον) κανίσκι, καλάθι, πανέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνης, κάνητ-ος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. καλάθ-ιον, μαχαίρ-ιον)].