πανέρι

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source

Greek Monolingual

το
πλατύ και ρηχό καλάθι, κάνιστρο, κοφίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. πανάριον < λατ. panarium «θήκη για ψωμί» < λατ. panis «ψωμί»].