κανίσκι
Greek Monolingual
το (AM κανίσκιον, Μ και κανίσκιν και κανίσχιν και κανίσχιον)
μικρό, αβαθές καλάθι πλεγμένο με καλάμια ή λυγαριά, πανεράκι, κάνιστρο
νεοελλ.-μσν.
1. κάνιστρο γεμάτο με δώρα, συνήθως φαγώσιμα
2. πανέρι με διάφορα δώρα που στέλνεται σε επίσημες οικογενειακές τελετές, γάμους, βαπτίσεις κ.λπ.
3. (γενικ.) δώρο, προσφορά, δωρεά, χάρισμα
μσν.
1. προγαμιαία δωρεά
2. προσφορά στον Θεό, θυσία αναίμακτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανίσκος (< κάνεον) + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. πόδιον, λόγιον].