κανίσκος

Revision as of 13:07, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

κανίσκος, ὁ (AM)
(γλώσσα) κάνιστρο, κανίσκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. θολ-ίσκος, στολ-ίσκος)].