μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim
κανίσκος, ὁ (AM)(γλώσσα) κάνιστρο, κανίσκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. θολίσκος, στολίσκος)].