καριδάριον

Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

τό, Dim. of καρίς, Anaxandr.27 (anap.):—also κᾱρίδιον, τό, Arist.HA547b17.

German (Pape)

[Seite 1327] τό, dim. von καρίς, Anaxandrid. bei Ath. III, 105 f.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱρῑδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ καρίς, Ἀναξανδρίδης ἐν «Λυκούργῳ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke· - ὡσαύτως κᾱρίδιον, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 15.

Greek Monolingual

καριδάριον, τὸ (Α)
(υποκορ. του καρίς) μικρή γαρίδα, γαριδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, -ίδος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυν-άριον, παιδ-άριον)].