γαρίδα
From LSJ
Greek Monolingual
η
γενική ονομασία εδώδιμων Δεκάποδων Καρκινοειδών της υπόταξης Κολυμβητικά που μορφολογικά χαρακτηρίζονται από ένα ενιαίο χιτινώδες κάλυμμα του κεφαλοθώρακα (όστρακο), από πέντε ζευγάρια βαδιστικών ποδιών και από μια ανεπτυγμένη κοιλιά, πλευρικά πεπιεσμένη
2. φρ. «μάτι γαρίδα» — μάτι διεσταλμένο σαν της γαρίδας από την αϋπνία ή από μεγάλη επιθυμία για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρίδα, αιτιατική του αρχ. ονόματος καρίς «γενική ονομασία μικρών οστρακόδερμων, γαρίδα»].