κιναρηφάγος

Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

[φᾰ], ον, A eating artichokes, Juba ap.Ath.8.343f.

German (Pape)

[Seite 1439] Artischocken fressend, Iob. ep. (App. 41).

Greek (Liddell-Scott)

κῐνᾰρηφάγος: -ον, ὁ τρώγων ἀγκινάρας, Ἰόβας παρ’ Ἀθην. 343F.

Greek Monolingual

κιναρηφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει αγκινάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινάρα + φάγος (< φαγεῖν, απρμφ. αορ). β' του ἐσθίω)
το -η- αντί -ο- για να αποφευχθούν οι τρεις βραχείες συλλαβές (πρβλ. βαλανη-φάγος, καλαμη-φάγος)].