κιναρηφάγος

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐναρηφάγος Medium diacritics: κιναρηφάγος Low diacritics: κιναρηφάγος Capitals: ΚΙΝΑΡΗΦΑΓΟΣ
Transliteration A: kinarēphágos Transliteration B: kinarēphagos Transliteration C: kinarifagos Beta Code: kinarhfa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον eating artichokes, Juba ap.Ath.8.343f.

German (Pape)

[Seite 1439] Artischocken fressend, Iob. ep. (App. 41).

Greek (Liddell-Scott)

κῐνᾰρηφάγος: -ον, ὁ τρώγων ἀγκινάρας, Ἰόβας παρ’ Ἀθην. 343F.

Greek Monolingual

κιναρηφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει αγκινάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινάρα + φάγος (< φαγεῖν, απρμφ. αορ). β' του ἐσθίω)
το -η- αντί -ο- για να αποφευχθούν οι τρεις βραχείες συλλαβές (πρβλ. βαλανηφάγος, καλαμηφάγος)].