κιονοδετώ

Revision as of 13:33, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ναυτ. περιστρέφω αλυσίδα ή παλαμάρι σε κιονίσκο πλοίου, κν. δένω στην μπίντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -δετῶ (< -δέτης < δέω (II) «δένω»), πρβλ. αγκυρο-δετώ, βιβλιο-δετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].