κεφαλόπους

Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ποδος, ὁ, in pl., lamb's or goat's A trotters, Cass.Fel.40 (s.v.l.).

Greek Monolingual

κεφαλόπους, -οδός, ὁ (Α)
στον πληθ. οι κεφαλόποδες
τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πους (< ποῡς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντό-πους, λεοντό-πους].