η1. μεγάλο σε μέγεθος κεφάλι2. (σκωπτικά για πρόσ.) ανόητος ή πεισματάρης, κεφάλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + μεγεθ. κατάλ. -α, πρβλ. κουτάλ-α, μπουκάλ-α].