κολπόκλειση

Revision as of 13:43, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ. μερική συνήθως σύγκλειση του κόλπου, για αντιμετώπιση, τις πιο πολλές φορές, της πρόπτωσης της μήτρας σε ηλικιωμένες γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colpocleisis < colpo- (< κόλπος) + -cleisis (< κλεῖσις < κλείω)].