κοραλλιόχρους

Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-ουν
αυτός που έχει το χρώμα του κοραλλιού, κόκκινος σαν κοράλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + -χρους (< χρώς), πρβλ. κεραμό-χρους, υαλό-χρους].