κουτιαίνω

Revision as of 13:54, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

1. κάνω κάποιον κουτό, αποβλακώνω
2. γίνομαι κουτός, χάνω το μυαλό μου, αποβλακώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + -ιαίνω (πρβλ. χλομ-ιαίνω)].