κρικόδεσμος

Revision as of 13:59, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο
ναυτ. κρίκος που χρησιμοποιείται κατά την πόντιση της άγκυρας για το δέσιμο του σολόγκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + δεσμός (< δένω), πρβλ. αγκυρό-δεσμος, αλυσό-δεσμος].