ον, pregnant, fertile, γῆ EM 546.8, cf. PLond. 1821.161.
[Seite 1534] Leibesfrucht tragend, schwanger, Sp.
κυοφόρος, -ον (AM)εύφορος, γόνιμοςμσν.φρ. «κυοφόρος δίφρος» — ειδικό κάθισμα για τις επιτόκους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, κάρπο-φόρος.