λεμβουργός

Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο
ξυλουργός ειδικός στην κατασκευή και επισκευή λέμβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι-ουργός, στιχ-ουργός].