λινόζωστος

Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A bound with flaxen cords, πλευραί, of ships, Tim.Pers.16. II v. foreg. 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λινόζωστος, -ον)
(για πλοία) δεμένος με λινά σχοινιά
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.λινόζωστος
η λινόζωστίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ζωστος (< ζώννυμι), πρβλ. ά-ζωστος, εύ-ζωστος].