μαλαγάνα

Revision as of 14:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, και μολαγάνας, ο
αυτός που προσπαθεί να επιτύχει τον σκοπό του με κολακείες και με προσποιητή αγάπη, ο γαλίφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. malagana. Ο τ. μαλαγάνας < μαλαγάνα, με αλλαγή γένους (πρβλ. μάγκα > μάγκας)].