μαχαιράδικο
Greek Monolingual
το
εργαστήριο κατασκευής ή κατάστημα πώλησης μαχαιριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + κατάλ. -άδικο (πρβλ. σκυλ-άδικο)].
το
εργαστήριο κατασκευής ή κατάστημα πώλησης μαχαιριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + κατάλ. -άδικο (πρβλ. σκυλ-άδικο)].