μαχαιράδικο

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source

Greek Monolingual

το
εργαστήριο κατασκευής ή κατάστημα πώλησης μαχαιριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + κατάλ. -άδικο (πρβλ. σκυλάδικο)].