λιμνήτης

Revision as of 14:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ου, ὁ, fem. λιμνῆτις, Dor. λιμνᾶτις, ιδος, A living in marshes, βδέλλα Theoc. 2.56. II epithet of Artemis at Limnae (v. λιμναῖος ΙΙ), IG5(1).1431.38 (i A.D.), Paus.3.23.10, 4.4.2, al., Artem.2.35, Sch.Th.Oxy. 853x14: voc. λιμνᾶτι AP6.280.

German (Pape)

[Seite 48] ὁ, = λιμναῖος, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνήτης: -ου, θηλ. -ῆτις, Δωρ. ᾶτις, ιδος, ὁ ζῶν ἐν λίμναις, βδέλλα Θεόκρ. 2. 56· ὄρνιθες Achmes Ὀνειρ. 302· πρβλ. λιμναῖος. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς προστάτιδος τῶν ἁλιέων, Παυσ. 3. 23, 10, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 2. 34· Λιμνάτι ποιητ. συντετμ. ἀντὶ τοῦ Λιμνάτιδι, Ἀνθ. Π. 6. 280· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 429.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui vit dans les marais.
Étymologie: λίμνη.

Greek Monolingual

λιμνήτης, ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις
προσωνυμία της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. -ήτης (πρβλ. γυμν-ήτης, σκην-ήτης)].

Greek Monotonic

λιμνήτης: -ου, ὁ, θηλ. λιμνῆτις, Δωρ. λιμνᾶτις, -ιδος,
I. αυτός που ζει στις λίμνες ή στα έλη, σε Θεόκρ.
II. επίθ. της Άρτεμης (προστάτιδα των ψαράδων), δοτ. Λιμνᾶτι, συντετμ. αντί Λιμνάτιδι, σε Ανθ.

Middle Liddell

λιμνήτης, ου, ὁ,
I. living in marshes, Theocr.
II. epithet of Artemis, dat. Λιμνᾶτι shortd. for Λιμνάτιδι, Anth.