μάνατζερ

Revision as of 14:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. οικονομικός σύμβουλος και διαχειριστής τών συμφερόντων καλλιτεχνών, αθλητών κ.λπ.
2. προπονητής αθλητή
3. διευθυντής επιχείρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. manager < manage < ιταλ. maneggio].