ὁ, = μηκασμός (bleating), Opp. C. 2.359.
[Seite 171] ὁ, = μηκασμός, Opp. Cyn. 2, 359.
μηκηθμός: ὁ, = μηκασμός, Ὀππ. Κυν. 2. 339. (Πρβλ. μυκηθμός).
μηκηθμός, ὁ (Α)η φωνή τών ζώων, ο μηκασμός («διὰ τοῦ μηκηθμοῡ τῆς ὄνου», Γρηγ. Νύσσ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < μηκ-ῶμαι + επίθημα -ηθμός (πρβλ. βρυχ-ηθμός)].