μηκηθμός

Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ὁ, = μηκασμός (bleating), Opp. C. 2.359.

German (Pape)

[Seite 171] ὁ, = μηκασμός, Opp. Cyn. 2, 359.

Greek (Liddell-Scott)

μηκηθμός: ὁ, = μηκασμός, Ὀππ. Κυν. 2. 339. (Πρβλ. μυκηθμός).

Greek Monolingual

μηκηθμός, ὁ (Α)
η φωνή τών ζώων, ο μηκασμός («διὰ τοῦ μηκηθμοῡ τῆς ὄνου», Γρηγ. Νύσσ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηκ-ῶμαι + επίθημα -ηθμός (πρβλ. βρυχ-ηθμός)].