(επίρρ)1. αμέσως2. με μια κίνηση, μεμιάς, χωρίς διακοπή, μονορούφι («ήπιε ένα ποτηράκι ούζο μονομιάς»)3. ξαφνικά, αιφνίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + μιας (πρβλ. διαμιάς)].