ὁ, A money-carrier, PHib.1.110.52, al. (iii B. C.).
ὁ, Αυπάλληλος επιφορτισμένος με τη μεταφορά χρημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός)].