μόλα

Revision as of 15:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
(ναυτ. πρόσταγμα) άφησε, λύσε (α. «έγια μόλα» β. «μόλα μπάντου» γ. «τίρα μόλα» δ. «μόλα κάβο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. molla, προστ. του mollare «αφήνω, χαλαρώνω»].
(II)
η
ζωολ. γένος τετραοδοντοειδών οστεϊχθύων της οικογένειας molidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mola < λατ. mola «μυλόπετρα»].