χωροστάθμη

Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

η, Ν
είδος στάθμης που χρησιμοποιείται από τους τοπογράφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρος + στάθμη (πρβλ. υδρο-στάθμη)].