ψωμιέρα

Revision as of 15:47, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

η, Ν
σκεύος για τη φύλαξη του ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. σουπ-ιέρα)].