ἑρμογλύφος

Revision as of 16:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ib. 2, Porph. Hist. Phil. Fr. 11, Iamb. VP 34.245.

German (Pape)

[Seite 1033] ὁ, der Bildhauer, = ἑρμογλυφεύς, Luc. somn. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ἄριστος ἑρμογλύφος εἶναι δοκῶν Λουκ. Ἐνυπν. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἑρμογλυφεύς.

Greek Monolingual

ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς)
γλύπτης, αγαλματοποιός
αρχ.
γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω)
πρβλ. λιθο-γλύφος, ξυλο-γλύφος].

Greek Monotonic

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμογλύφος: ὁ Luc. = ἑρμογλυφεύς.

Middle Liddell

ἑρμο-γλύφος, ὁ, = ἑρμογλυφεύς, Luc.]