ψωθίον

Revision as of 16:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

τό, (ψώω) A small crumb, morsel, Pherecr.81 (acc. to Ath. 14.646c):—also ψωθία, ἡ, blister on under-surface of loaf, Poll.7.23; hence of coin used in Hades, Pherecr. l. c. (acc. to Poll.9.83).

German (Pape)

[Seite 1405] τό, ein kleiner Brocken, Bissen, bei Ath. XIV, 646 c durch ψοθύρια erkl. u. aus Pherecrat. belegt, auch τοῦ ἄρτου τὰ ἀποψώμενα = ἀττάραγοι.

Greek (Liddell-Scott)

ψωθίον: τό, (ψώω) μικρὸν τεμάχιον, ψιχίον, Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις» 4· - καὶ ψωθία, ἡ, Πολυδ. Ζ΄, 23, Θ΄, 83.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μικρό τεμάχιο, ψιχίο, ψίχουλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω», με δασύ επίθημα και κατάλ. -ίον (πρβλ. κυτ-ίον)].