ἠθαλέος
English (LSJ)
η, ον, (ἦθος) A accustomed, εὐναί Opp.C.2.307; (ταῦροι) ib. 88, cf. Epigr.Gr.1035.23 (Pergam.).
German (Pape)
[Seite 1156] gewohnt, ἠθαλέας τ' εὐνὰς φίλιόν τε νάπαισι μέλαθρον Opp. Cyn. 2, 306; ἠθαλέοι μερόπεσσιν, gewöhnt an, 2, 88.
Greek (Liddell-Scott)
ἠθᾰλέος: -α, -ον, (ἦθος) εἰθισμένος, συνήθης, εὐναί Ὀππ. Κ. 2. 88, 307· ἐπὶ προσώπου, φιλικός, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23.
Greek Monolingual
ἠθαλέος, -η, -ον (Α)
1. συνηθισμένος
2. (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, ήμερος («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. νυστ-αλέος, φρικ-αλέος)].