ἰδιότυπος

Revision as of 16:09, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A of a peculiar form, Herm. ap. Stob.1.49.44.

German (Pape)

[Seite 1237] von eigenthümlicher Gestaltung, Hermes bei Stob. ecl. phys. 1 p. 938.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιότῠπος: -ον, ὁ ἔχων ἴδιον τύπον, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιότυπος, -ον)
αυτός που έχει δικό του τύπο, ξεχωριστή μορφή, ο ιδιόμορφος.
επίρρ...
ιδιοτύπως
ιδιορρύθμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τύπος (< τύπος), πρβλ. αντί-τυπος, ζηλό-τυπος].